ἐξελήφθη

ἐξελήφθη
ἐκλαμβάνω
receive from
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλλαντοΐδα — ή αλλαντοΐς, η (Βιολ.) εμβρυϊκός υμένας που χαρακτηρίζει τα ανώτερα Σπονδυλόζωα (Ερπετά, Πτηνά, Θηλαστικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < allantois, νεολατιν. επιστημον. όρος < ελλην. ἀλλαντοειδής*. Όπως δείχνει και η ετυμολογική προέλευση τής λέξεως,… …   Dictionary of Greek

  • καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… …   Dictionary of Greek

  • μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια («δεν ήθελε μαθές να πάει μαζί τους») 2. δηλαδή, προφανώς («θέλει μαθές να μάς κάνει τον σπουδαίο») 3. τάχα («είπε μαθές ότι θα μάς επισκεφθεί») 4. φρ. «ναι μαθές» βεβαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθε, προστακτική τού μαθαίνω …   Dictionary of Greek

  • εκλαμβάνομαι — εκλαμβάνομαι, (εξελήφθη εξελήφθησαν) βλ. πίν. 166 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”